Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

ΑΠΟΦΑΣΗ: Αίτηση για άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε ηχογραφημένη συνομιλία


Αρ. Φακ.: Α/Π 11.17.001.89/2010


ΑΠΟΦΑΣΗ

Αίτηση για άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης
σε ηχογραφημένη συνομιλία


Ο κύριος Α.Γ. (στο εξής «ο παραπονούμενος») ασκώντας το δικαίωμα πρόσβασης που του παρέχει το άρθρο 12 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου του 2001 (Νόμος 138(Ι)/2001), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»), με επιστολή του ημερομηνίας 10 Νοεμβρίου 2010 ζήτησε από τη Cyta αντίγραφο της ηχογραφημένης συνομιλίας που είχε με λειτουργό του Κέντρου Εξυπηρέτησης της Cyta στις 27 Οκτωβρίου 2010 κατά την οποία, όπως ισχυρίζεται, ο λειτουργός τον απείλησε. Ο παραπονούμενος είχε πληροφορηθεί ότι η συνομιλία τους καταγράφεται.

Με επιστολή της με Αρ. Φακ. ΔΠΠ.185/2010 και ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 2010 η Cyta ενημέρωσε τον παραπονούμενο ότι οι κλήσεις καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας και δεν μπορούν να δοθούν προς τα έξω, εκτός και αν υπάρχει διάταγμα Δικαστηρίου και πως οι νόμιμοι σκοποί ηχογράφησης αφορούν καθαρά εσωτερικά θέματα της Cyta, όπως βελτίωση της ποιότητας εξυπηρέτησης και απόδειξη περί συνδιαλλαγής.

Επειδή η πιο πάνω απάντηση δεν ικανοποίησε τον παραπονούμενο αυτός προσέφυγε στο Γραφείο μου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 12 του Νόμου.

Με την επιστολή μου με Αρ. Φακ. Α/Π 11.17.001.89/2010 και ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 2010 ζήτησα από τη Cyta όπως, σε περίπτωση που δεν προτίθεται να ικανοποιήσει το αίτημα του παραπονούμενου, με ενημερώσει αιτιολογώντας τη θέση της, επισύροντας την προσοχή τους στα ακόλουθα:

«(α) Σύμφωνα με την Οδηγία 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα ήχου και εικόνας, από τα οποία είναι δυνατό να αναγνωριστεί κάποιο πρόσωπο, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και η καταγραφή τους συνιστά συλλογή και αποθήκευση και, ως εκ τούτου, θεωρείται επεξεργασία, η οποία υπόκειται στις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου του 2001 (Νόμος 138(Ι)/2001), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»).

(β) Το άρθρο 12(1)(2)(α) του Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

‘‘12.- (1) Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει αν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως.

(2) Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς υπερβολική καθυστέρηση και δαπάνη-

(α) Πληροφορίες ως προς-

(i) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, τα οποία έχουν υποστεί επεξεργασία καθώς και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την προέλευσή τους·’’

(γ) Το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου παρέχει το δικαίωμα στο υποκείμενο των δεδομένων να προσφύγει στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει μέσα σε τέσσερις βδομάδες από την υποβολή της αίτησης ή αν η απάντηση του δεν είναι ικανοποιητική.

(δ) Κατά νόμο αρμόδιος να αποφασίσει για τον τρόπο με τον οποίο το αίτημα του υποκειμένου των δεδομένων για άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης μπορεί να ικανοποιηθεί είναι ο ίδιος ο υπεύθυνος επεξεργασίας, με κριτήριο κάθε φορά τις συγκεκριμένες πληροφορίες που το υποκείμενο των δεδομένων ζητά να λάβει, αλλά και τη φύση/ διάρθρωση του αρχείου στο οποίο ασκείται το δικαίωμα πρόσβασης.

Η χορήγηση αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας είναι ένας από τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα του υποκειμένου των δεδομένων. Αφού ο αιτητής επιθυμεί να λάβει αντίγραφο της ηχογραφημένης συνομιλίας, για σκοπούς διαφάνειας και πληρέστερης ενημέρωσης του εισηγούμαι να του δοθεί αντίγραφο σε ηχητική μορφή ολόκληρης της συνομιλίας, από το οποίο μπορούν να διαγραφούν τυχόν προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό σας ότι οι κλήσεις καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας και δεν μπορούν να δοθούν προς τα έξω, εκτός εάν υπάρχει διάταγμα του Δικαστηρίου, έχω την άποψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα απορρήτου της επικοινωνίας εφόσον με τη ρητή συγκατάθεση του προσώπου με το οποίο συμβάλλεται η Cyta η επικοινωνία αυτή έχει καταγραφεί, δεν αφορά δε τρίτους αλλά τον ίδιο τον αιτητή για την εξυπηρέτησή του από τη Cyta. Δημιουργήθηκε μεταξύ της Cyta και του παραπονούμενου συμβατική σχέση για την καταγραφή της συνομιλίας με την ενημέρωσή του και την αποδοχή εκ μέρους του.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι νόμιμοι σκοποί ηχογράφησης αφορούν εσωτερικά θέματα της CYTA, όπως βελτίωση της ποιότητας εξυπηρέτησης και απόδειξη περί συνδιαλλαγής, θεωρώ ότι οι σκοποί της επεξεργασίας δεν μπορούν να εξουδετερώσουν και να καταστήσουν ανενεργό το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων, ούτε οι σκοποί αυτοί να λειτουργούν μονόπλευρα υπέρ της Cyta.

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Απόφαση με Αρ. 65/2010, ημερομηνίας 29/10/2010, της Ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Στην σχετική προσφυγή ενώπιον της η Αρχή εξέτασε, μεταξύ άλλων, και καταγγελία της προσφεύγουσας, μέλους του Συνεταιρισμού Ιδιοκτητών Ραδιοταξί Χ ΣΥΝΠΕ (εφεξής «Συνεταιρισμός») για άρνηση του Συνεταιρισμού να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας μέσω της χορήγησης αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας της από το τηλεφωνικό κέντρο του Συνεταιρισμού για την οποία παραπέμφθηκε ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής Ραδιοδικτύου.
Η Αρχή επέβαλε πρόστιμο 1,000 Ευρώ στο Συνεταιρισμό για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας και του απηύθυνε σύσταση να ικανοποιεί στο εξής το δικαίωμα αυτό για κάθε μέλος του μέσω της χορήγησης αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας που περιέχει δεδομένα που το αφορούν.».


Με επιστολή της με Αρ. Φακ. LGLD02-100 και ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 2011 η Cyta με ενημέρωσε ότι δεν προτίθεται να προβεί στην παραχώρηση αντιγράφου των ηχογραφημένων συνομιλιών του παραπονούμενου με υπαλλήλους της Cyta χωρίς Διάταγμα Δικαστηρίου. Ο λόγος, σύμφωνα με τη Cyta, είναι ότι αυτές οι συνομιλίες καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρο 3 του Ν. 92(Ι)/96) και δεν υπάρχει η απαραίτητη συγκατάθεση ενός εκ των υπαλλήλων της Cyta που συνομίλησε με τον παραπονούμενο για να δοθούν προς τα έξω οι σχετικές συνομιλίες και ότι ο Νόμος αυτός ως ειδικότερος υπερισχύσει του Νόμου 138(Ι)/2001. Επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 99(1) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004, οι παροχείς οφείλουν να διασφαλίζουν το απόρρητο οποιασδήποτε επικοινωνίας που διενεργείται μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Επίσης η Cyta σημείωσε στην πιο πάνω επιστολή της ότι ο παραπονούμενος στις εν λόγω κλήσεις τηλεφωνούσε εκ μέρους τρίτου προσώπου και όχι για λογαριασμό του ιδίου.

Αναφορικά με το τελευταίο ο παραπονούμενος μου απέστειλε γραπτή εξουσιοδότηση του τρίτου με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 2010 για χειρισμό από τον παραπονούμενο των θεμάτων που είχαν σχέση με τη Cyta.

Σύμφωνα με το άρθρο 26(ζ) του Νόμου ο υπεύθυνος επεξεργασίας που δε συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Επιτρόπου, που εκδίδονται για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 12 διαπράττει αδίκημα. Το αδίκημα αυτό σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 26 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Επειδή στην περίπτωση που η Cyta δεν συμμορφωθεί με την απόφαση μου για ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του παραπονούμενου θα προχωρήσω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23(ε) και 26(ζ) του Νόμου, σε καταγγελία στην Αστυνομία για διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης ποινικού αδικήματος, θεώρησα ότι ενδείκνυται, πριν από τη λήψη τελικής απόφασης, να ζητήσω γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με τα θέματα που εγείρονται στην επιστολή της Cyta με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 2011 και ιδιαίτερα όσον αφορά το απόρρητο το οποίο επικαλείται η Cyta στην επιστολή της.

Στη γνωμάτευσή του με Αρ. Φακ. Γ.Ε. 50(Α)/1997/Ν30/13 και ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 2011 ο Γενικός Εισαγγελέας συμφώνησε με τις θέσεις μου ότι η ηχογράφηση της συνομιλίας του παραπονούμενου από την Cyta συνιστά συλλογή και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων και, επομένως, επεξεργασία η οποία υπόκειται στις διατάξεις του Νόμου 138(Ι)/2001 και ότι συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου, ο παραπονούμενος, ως υποκείμενο των δεδομένων, έχει δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά.

Στη συνέχεια της πιο πάνω γνωμάτευσής του ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει τα ακόλουθα:

"Τα ζητήματα που τίθενται και έχουν σχέση με τις αντιρρήσεις που προβάλλει η ΑΤΗΚ για να χορηγήσει αντίγραφο της ηχογραφημένης συνομιλίας που είχε ο παραπονούμενος με υπάλληλο της ΑΤΗΚ, θεωρώ ότι επικεντρώνονται σε δύο σημεία:

(α) Κατά πόσο η εν λόγω ηχογραφημένη συνομιλία αποτελεί ιδιωτική επικοινωνία, η οποία καλύπτεται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας (και, κατά συνέπεια, ενδεχομένως να τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις των Νόμων 92(Ι)/96 και 112/(Ι)/2004), και

(β) κατά πόσο περιορίζεται το δικαίωμα πρόσβασης κάποιου προσώπου σε δεδομένα, τα οποία αναφέρονται όχι μόνο στον ίδιο αλλά και σε άλλο υποκείμενο των δεδομένων.

Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, σημειώνεται ότι η έννοια του όρου «ιδιωτική επικοινωνία» προσδιορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου 92(Ι)/96 ως «οποιαδήποτε προφορική επικοινωνία ή οποιαδήποτε τηλεπικοινωνία γίνεται από πρόσωπο κάτω από περιστάσεις κατά τις οποίες είναι λογικό το πρόσωπο αυτό να αναμένει ότι δε θα υποκλαπεί ή θα παρακολουθηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός από εκείνο το οποίο σκοπείται να λάβει την επικοινωνία αυτή...».

Η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο παραπονούμενος με τον υπάλληλο της ΑΤΗΚ, σε γνώση τόσο του παραπονούμενου όσο και του υπάλληλου, ηχογραφείτο και, επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 92(Ι)/96, παρακολουθείτο («παρακολούθηση» σημαίνει την ακουστική ή άλλως πως λήψη του περιεχομένου οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας με τη χρήση οποιασδήποτε ηλεκτρονικής, μηχανικής, ηλεκτρομαγνητικής, ακουστικής ή άλλης συσκευής ή μηχανήματος και περιλαμβάνει ακρόαση, μαγνητοφώνηση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής καταγραφή ή λήψη του περιεχομένου της επικοινωνίας αυτής είτε στο σύνολο είτε εν μέρει είτε ως προς την ουσία, είτε τη σημασία ή την έννοια ή το σκοπό της (άρθρο 2 του Νόμου 92(Ι)/96).). Συνεπώς, η επικοινωνία όχι μόνο δεν έγινε κάτω από περιστάσεις που λογικά τα πρόσωπα αυτά θα ανέμεναν ότι δεν θα παρακολουθείτο, αλλά έγινε με τη συναίνεση και εν γνώση τους ότι παρακολουθείτο. Κατά συνέπεια, η εν λόγω επικοινωνία δεν εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής επικοινωνίας του Νόμου 92(Ι)/96 (Δείτε και σχετική Γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας με Αρ. Φακ. 50(Α)/1997/Ν.30/6, ημερομηνίας 11/07/07).

Εξάλλου, γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είναι και παράνομη η ηχογράφηση αυτής της επικοινωνίας από την ΑΤΗΚ. Εάν ένα από τα δύο πρόσωπα που επικοινωνούσαν δεν συναινούσε στην ηχογράφηση, αυτή καθαυτή η ηχογράφηση της συνομιλίας από την ΑΤΗΚ θα ήταν παράνομη, ως προσκρούουσα, μεταξύ άλλων, και στο Νόμο 92(Ι)/96. Επομένως, η άρνηση της ΑΤΗΚ να δώσει αντίγραφο της ηχογραφημένης συνομιλίας, επειδή, όπως ισχυρίζεται, αυτό προσκρούει στο άρθρο 3 του Νόμου 92(Ι)/96, δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Για παρόμοιους με τους πιο πάνω λόγους, έχω τη γνώμη ότι ούτε το άρθρο 99 του Νομου 112(Ι)/2004 παραβιάζεται, αν η ΑΤΗΚ παραχωρήσει αντίγραφο της ηχογραφημένης συνομιλίας στον παραπονούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει ιδιωτική επικοινωνία ούτε απόρρητο αυτής, το οποίο μπορεί να αντιταχθεί σε ένα από τα δύο πρόσωπα που συνομιλούσαν, αφού εν γνώσει και με τη συγκατάθεση και των δύο η συνομιλία ηχογραφείτο (Δείτε, επίσης, το άρθρο 99(2) του Νόμου 112(Ι)/2004, το οποίο αναφέρει ότι «Ουδείς πέραν των εκάστοτε επικοινούντων μεταξύ τους χρηστών, επιτρέπεται να ακούει, υποκλέπτει, αποθηκεύει παρεμβαίνει ή/ και να προβαίνει σε οποιαδήποτε μορφή παρακολούθησης επικοινωνιών...χωρίς τη συγκατάθεση των σχετικών χρηστών». Ο παραπονούμενος είναι ένας από τους επικοινωνούντες χρήστες.).

Συνεπώς, θεωρώ ότι το δικαίωμα πρόσβασης του παραπονούμενου, όπως προβλέπεται από τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο138(Ι)/2001, μπορεί να ασκηθεί χωρίς να παραβιάζει οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία περί απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας.

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα που αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι αποδεκτό ότι ο παραπονούμενος ζητεί δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα, τα οποία αναφέρονται όχι μόνο στον ίδιο αλλά και σε άλλο πρόσωπο και, επομένως, η πρόσβαση σε αυτά συνιστά μορφή επεξεργασίας από το ένα από τα δύο υποκείμενα των δεδομένων. Σε αυτή την περίπτωση, «το επιτρεπτό της πρόσβασης θα κριθεί ενόψει των ειδικών προϋποθέσεων που τίθενται από το Νόμο για τη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων... κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου υποκείμενου των δεδομένων (άρθρο 11)». Π. Αρμανέντος και Β. Σωτηρόπουλος (2005), Προσωπικά Δεδομένα, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 347.

Η κρίση του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, του εποπτικού δηλαδή οργάνου παρακολούθησης της ορθής εφαρμογής του Νόμου, περί της συνδρομής ή όχι αυτών των προϋποθέσεων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από την ΑΤΗΚ. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι οι λόγοι που επικαλείται η ΑΤΗΚ για να αρνηθεί το δικαίωμα πρόσβασης του παραπονούμενου δεν ευσταθούν.".

Με βάση όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω και το περιεχόμενο της Γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα με το οποίο συμφωνώ, έχω τη γνώμη ότι η εν λόγω επικοινωνία δεν εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής επικοινωνίας του Νόμου 92(Ι)/96 ούτε το άρθρο 99 του Νόμου 112(Ι)/2004 παραβιάζεται αν η Cyta ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του παραπονούμενου και, ως εκ τούτου, οι λόγοι που επικαλείται η Cyta για να αρνηθεί το δικαίωμα πρόσβασης στον παραπονούμενο δεν ευσταθούν.

Επειδή η χορήγηση αντιγράφου της ηχογραφημένης συνομιλίας είναι ένας από τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα του παραπονούμενου καλώ τον υπεύθυνο επεξεργασίας/ Cyta όπως το αργότερο μέχρι τις 8 Μαρτίου 2011 ικανοποιήσει το αίτημα του παραπονούμενου με τη χορήγηση αντιγράφου σε ηχητική μορφή ολόκληρης της συνομιλίας που είχε με λειτουργό του Κέντρου Εξυπηρέτησης της Cyta στις 27 Οκτωβρίου 2010.








Τούλα Πολυχρονίδου
Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα




22 Φεβρουαρίου 2011

Back To Top